Τα γεγονότα που εκτυλίσσονται στις μέρες μας στη Συρία  στρέφουν την προσοχή και τον νου μας στους εναπομείναντες ξεχασμένους εκεί ελληνικούς πληθυσμούς, που όπως αναφέρει χαρακτηριστικά η ομογενειακή εφημερίδα της Νέας Υόρκης, HELLAS NEWS, αποτελούν «το προκεχωρημένο φυλάκιο του Ελληνισμού» στην περιοχή της Εγγύς και Μέσης Ανατολής, μιας περιοχής που ήταν πάντα ένας χώρος ζωτικών συμφερόντων για τον Ελληνισμό, οι οποίοι υφίστανται πιέσεις και πρέπει να επιβιώσουν.

 
Η ιστορική παρουσία του Ελληνισμού στη Συρία και ειδικότερα η πολιτιστική προσφορά του στην περιοχή αυτή από την αρχαιότητα έως τις ημέρες μας, αναδεικνύεται σε άρθρο (14/7/2012) της ομογενειακής ιστοσελίδας HELLAS NEWS, αποσπάσματα του οποίου παραθέτουμε:
«Η παρουσία του Ελληνισμού στην περιοχή της Συρίας και της Εγγύς και Μέσης Ανατολής (Παλαιστίνη, Μεσοποταμία κλπ.) απαντάται ήδη από τον 4ο π.Χ. αιώνα, μετά την εκστρατεία του Μεγάλου Αλεξάνδρου. Γιγαντώθηκε όμως από τον ιδρυτή της δυναστείας των Σελευκιδών, Σέλευκου Α΄, υιού του Αντίοχου – στρατηγού του Φίλιππου Β΄ – και διαδόχου του Μεγάλου Αλεξάνδρου. Ωστόσο, ο σοφιστής Λιβάνιος, αναφέρει ότι η πόλη Ιώνη, ευρισκόμενη κοντά στην Αντιόχεια, ήταν ελληνική αποικία, την οποία ανάγει στην εποχή της Αυτοκρατορίας των Ασσυρίων (7ος αιώνας π.Χ.) και μας πληροφορεί ότι την σεβάστηκαν ανέκαθεν και οι Πέρσες ((Λιβανίου Λόγοι, έκδοση Reiske, tom. 1, σελ. 291). Η Ιώνη ήταν κτισμένη από Αργείους  (όπως και η Ταρσός), κατόπιν δε εγκαταστάθηκαν εκεί Κρήτες και Κύπριοι. Κοιτίδα λοιπόν του Ελληνισμού της Συρίας υπήρξε η πόλη της Ιώνης.

Ο Μέγας Αλέξανδρος εις ανάμνηση της μεγαλειώδους νίκης του επί του Ισσού ποταμού, ίδρυσε την Νικόπολη, όπως και την Αλεξάνδρεια την κατ΄ Ισσόν, στον μυχό του Ισσικού κόλπου. Μερικά έτη μετά τον θάνατο του Μ. Αλεξάνδρου, ο εκ των διαδόχων του Αντίγονος, οικοδομεί στην Άνω Συρία την Αντιγόνεια, την οποία οίκησε με Αθηναίους και άλλους έλληνες. Εν συνεχεία ο Σέλευκος, όπως πολύ χαρακτηριστικά μας κληροδοτεί ο εξ Αντιοχείας καταγόμενος σοφιστής Λιβάνιος, «…Παραλαβών δε Βαβυλώνα πόλεσιν (ελληνικαίς) πανταχόθεν εγκατέσπειρε και την Περσίδα και όλως ουδένα τόπον επιτήδειον δέξασθαι πόλιν αφήκε γυμνόν, αλλ΄ ελληνίζων  διετέλεσεν την βάρβαρον», για να σημειώσει επιπλέον ότι ο αριθμός των ελληνικών πόλεων που οικοδόμησε ήταν μεγαλύτερος από όσες έκτισαν η Αθήνα και η Μίλητος μαζί, κατά τον πρώτο ελληνικό αποικισμό. 
Σύμφωνα δε με παράδοση του Μαλαλά (Μαλαλά Χρονογραφία, έκδοση Βόννης, σελ. 203) και του Παυσανία του Χρονογράφου, ανέγειρε ακόμη 75 πόλεις στην Μεσοποταμία και την Περσία. Η περιοχή λοιπόν της Συρίας αποικίσθηκε και δημιουργήθηκαν πάμπολλες ελληνικές πόλεις, κέντρα ελληνικού πολιτισμού και βίου. Η περί τον ποταμό Ορόντη οικοδομηθείσα Αντιόχεια, το 300 π.Χ., αποικίστηκε από Αθηναίους, Κρήτες, Μακεδόνες και Κύπριους, και απετέλεσε λαμπρή εστία του Ελληνισμού και του Χριστιανισμού στην περιοχή. Η Αντιόχεια με το πέρασμα του χρόνου κατέστη «τετράπολις», ονομαστή και περίφημη, κέντρο των τεχνών, της Φιλοσοφίας, της Ρητορικής και του ελληνικού πολιτισμού. Η Απαμεία ήτο μια ακόμη ελληνική πόλη κτισθείσα υπό των Μακεδόνων, ονομάζονταν δε και Πέλλα, έχοντας το όνομα της συζύγου του Σέλευκου, της Απαμείας. Δίπλα της υπήρχαν μικρότερες πόλεις όπως τα Μέγαρα, η Λάρισα και η Απολλωνία (Στράβωνας ις΄, 752).
Η παραλιακή Λαοδίκεια, έλαβε το όνομα της μητέρας του Σέλευκου, ήταν επιφανής πόλη, όπως και η Σελεύκεια η εν Πιερία, μια εμπορική πόλη στις εκβολές του Οράντη ποταμού. Ονομαστές ελληνικές πόλεις της Άνω Συρίας πλην όσων αναφέρθηκαν ανωτέρω είναι και οι ακόλουθες : η Αρέθουσα – κτίσμα του Σέλευκου του Νικάτορα, η Επιφάνεια επί του Ορόντη ποταμού – κτίσμα του Αντίοχου του επιφανούς, η Επιφάνεια η προς τον Ευφράτη, η Βαμβύκη ή Ιεράπολις, η Βέροια, η Ηράκλεια, η Ποσείδιον, το Ηράκλειον (παραθαλάσσιες και οι δύο) και το χωρίον Νυμφαίο. Βόρεια της Αντιόχειας απαντούνταν οι ακόλουθες πόλεις : η Αντιόχεια προς Ταύρο, η Γερμανικεία, η Δολίχη, η Νικόπολις, η Κυρηστινή και η Σελευκόβηλος.

Ακολούθως η Δαμασκός, «ο οφθαλμός της Ανατολής», μετά την νίκη του Μεγάλου Αλεξάνδρου στον Ισσό ποταμό, κατέστη ελληνική πόλη και αποικίστηκε υπό Ελλήνων. Από τις διασωθείσες δε επιγραφές πληροφορούμαστε ότι στην Δαμασκό λάμβαναν χώρα και Ολυμπιακοί Αγώνες. Η πόλη Χαλκίς η επί Βήλω (ποταμός) ήταν μια ακόμη ονομαστή Ελληνική αποικία στη Συρία, κτίσμα του Σέλευκου Νικάτορος, η οποία ήτο και πατρίδα του φιλοσόφου Ιάμβλιχου του θείου. Υπήρχε και άλλη Χαλκίδα, κοντά στη Βέροια, που ονομάστηκε Κινναστρίν. Η Έμεσασημερινή Χομς – ήταν πατρίδα του περίφημου φιλοσόφου Ποσειδώνιου του Στωϊκού. Η πόλη της Παλμύρας, βορειοανατολικά της Δαμασκού, η αποκαλούμενη και «νύμφη της ερήμου», βρίθει ελληνικών επιγραφών. Μερικοί ονομαστοί Έλληνες οι οποίοι γεννήθηκαν,  έδρασαν και μεγαλούργησαν στην περιοχή αυτή είναι οι ακόλουθοι : Ο Ιστοριογράφος Απολλόδωρος ο Αρτεμίτης, ο Ιατροφιλόσοφος Απολλώνιος εξ Αντιοχείας, ο στωϊκός Φιλόσοφος Απολλοφάνης εξ Αντιοχείας, ο υιός του Ιάμβλιχου Αρίστων, ο Ποιητής Αρχίας εξ Αντιοχείας, ο Ρητοροδιδάσκαλος Δημήτριος ο Σύρος, ο στωϊκός Φιλόσοφος Διογένης εκ Σελευκείας, ο Μίθρης ο εκ Συρίας, ο Ιστορικός Σέλευκος ο Εμεσηνός κ.α.


Η ελληνικότατη πόλη της Αντιόχειας είναι αυτή που έδωσε στην νέα διδασκαλία που ξεκίνησε από τα Ιεροσόλυμα το όνομα χριστιανοί. Η γλώσσα της Εκκλησίας της Αντιόχειας ήτο η Ελληνική. Ο ιδρυτής της ο Απόστολος Παύλος δίδασκε στην Αντιόχεια στην Ελληνική γλώσσα, έγραψε εκεί επιστολές του στα Ελληνικά. Και ο συνοδός του, ο Λουκάς ο Ευαγγελιστής κατήγετο από την Αντιόχεια. Η Εκκλησία της Αντιόχειας διατήρησε στο πέρασμα των αιώνων τον Ελληνικό της χαρακτήρα και την Ελληνική της γλώσσα και εξ αυτής ήλκουν τη καταγωγή τους οι Ελληνορθόδοξοι της Συρίας αλλά και οι ουνίτες Ελληνοκαθολικοί στους οποίους θα αναφερθούμε παρακάτω.

  Ενδεικτικά αναφέρουμε και ορισμένους εκκλησιαστικούς συγγραφείς : ο Ιγνάτιος επίσκοπος Αντιοχείας, 1oς μ.Χ. αιών (οι επιστολές του υπάρχουν στον 4ο τόμο της Ελληνικής Πατρολογίας του Migne), ο Θεόφιλος επίσκοπος Αντιοχείας, (Ελληνική Πατρολογία Migne – τόμος 6), ο Σεραπίων Αντιοχείας, ο Μαλχίων ο Πρεσβύτερος, ο Απολλινάριος εκ Λαοδίκειας, ο Μέγας Άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος, ο Παύλος Σαμοσατεύς, ο Αναστάσιος ο Σιναΐτης, ο Άγιος Ιωάννης ο Δαμασκηνός, ο Αββάς Ζωσιμάς, ο Ιωάννης Μόσχος συγγραφεύς του Λειμωνάριου, ο νομομαθής Θεόδωρος Βαλσαμών Πατριάρχης Αντιοχείας, ο Ευάγριος ο σχολαστικός συγγραφεύς Εκκλησιαστικής Ιστορίας,  κ.α. Αυτοί οι έξοχοι άνδρες και τα συγγράμματα τους δεικνύουν ότι ως την εποχή της μωαμεθανικής κατάκτησης στα μέσα του 7ου αιώνα μ.Χ., αλλά και μετά από αυτήν, η Ελληνική γλώσσας ήταν η εθνική γλώσσα των ορθοδόξων της περιοχής, η γλώσσα της παιδείας, η γλώσσα λατρείας του Θεού.

Ως διαφάνηκε η Αντιόχεια ήταν η πόλη εκείνη της Ανατολής όπου και προ της εμφανίσεως του Χριστιανισμού δέσποζε η Ελληνική θύραθεν παιδεία, η Φιλοσοφία και η Ρητορική, τα Ελληνικά γράμματα, αλλά και μετά την εμφάνιση του Χριστιανισμού δέσποζε ο Ελληνοχριστιανικός της χαρακτήρας και ήτο κέντρο φιλοσοφικών αναζητήσεων και καλλιέργειας όχι μόνον της ελληνικής γλώσσας αλλά κυρίως του Χριστιανικού πνεύματος.


Είναι δε η πόλις της Αντιόχειας ο τόπος όπου εμφανίζονται για πρώτη φορά σαφώς διαχωρισμένοι οι τρεις βαθμοί της Ιερωσύνης στην Εκκλησία.
Μετά την άλωση της Κωνσταντινούπολης από τους Οθωμανούς, οι Έλληνες Πατριάρχες της Αντιόχειας αγωνίζονταν εναντίον της λατινικής προπαγάνδας, η οποία δεν είχε πετύχει μεγάλες προόδους στην περιοχή, παρά μόνον στους Ιακωβίτες και τους Μαρωνίτες. Αντίθετα, αρκετοί Ορθόδοξοι είχαν ασπαστεί τον Μουσουλμανισμό, συνεπεία του γεγονότος ότι η περιοχή πέρασε στα χέρια των Τούρκων. Από τον 16ο αιώνα όμως και μετέπειτα, κατόπιν της εγκατάστασης Λατίνου επισκόπου στη Σιδώνα, υπήρξε διαρροή Ορθοδόξων προς τον Καθολικισμό, το δε 1837, η Ουνιτική Εκκλησία αναγνωρίστηκε από την Υψηλή Πύλη και καθήρπασε πολλούς Ορθοδόξους ναούς. Οι Προσπάθειες των Ορθοδόξων Πατριαρχών Ιερόθεου, Γεράσιμου και Σπυρίδωνα, ανάσχεσαν την Λατινική διείσδυση στην Συρία, όμως η φτώχεια, η έλλειψη συστηματικής διδασκαλίας και οι επιθέσεις των μουσουλμάνων, συνετέλεσαν στην εμφάνιση και νέων προπαγανδών στην περιοχή, όπως η Προτεσταντική. Η δράση όμως του Ρώσου Πορφύριου Ουσπένσκυ από του 1843 στην ευρύτερη περιοχή της Μέσης Ανατολής, με την ίδρυση και δράση της Παλαιστινής εταιρίας, προκειμένου να προωθηθούν τα ζωτικά συμφέροντα της Ρωσίας στην περιοχή, έδωσε το τελειωτικό χτύπημα στο Ελληνικό Πατριαρχείο της Αντιόχειας, με την δημιουργία εθνοφυλετικού ζητήματος, του Αραβικού Ζητήματος, το λεγόμενο Αντιοχειανό ζήτημα. Εξεγείρανε τους αραβόφωνους πληθυσμούς εναντίον των Ελλήνων, θέτοντας τους την ιδέα ότι ήσαν Άραβες και όχι Έλληνες όπως καυχούνταν οι ίδιοι.

Η σκανδαλώδης επέμβαση των Ρώσων στην Εκκλησία της Αντιόχειας επέφερε την δι’ εξαναγκασμού παραίτηση του Έλληνα Πατριάρχη Αντιοχείας στις 15 Απριλίου του 1897 και την εκλογή Άραβα Πατριάρχη μόνον από τους Αραβόφωνους, των Ελλήνων αποκλεισθέντων από την εκλογή».

πηγή