Ο
όρος «μέσος φορολογούμενος πολίτης»,
που τον κάναμε εσχάτως ψωμοτύρι, είναι
η αντικατάσταση και ο καλλωπισμός του
φθαρμένου πια όρου «νοικοκύρης», μιας
και ο τελευταίος έχει αρχίσει από καιρό
να ξεφορτώνεται τις παλιές καλές έννοιες
του κουβαρντά, του κουβαλητή, του νουνεχή
και του απλόχερου και προς τους
συνανθρώπους του οικογενειάρχη και να
ενσαρκώνει τις κακές ιδιότητες του
φιλοτομαριστή, του μισαλλόδοξου, του
καχύποπτου, έως και του μισάνθρωπου.
Επιπλέον,
ο “μέσος φορολογούμενος” εκτός του
ότι φέρνει πάνω του τη θετική αύρα του
εκσυγχρονισμού, υποδηλώνει ακόμα την
αναβάθμισή του από ασήμαντο μέλος μια
κοινότητας, στο επίζηλο καθεστώς του
πολίτη, και την μετακίνησή του από το
περιθώριο, στο επίκεντρο των κυβερνητικών
πολιτικών, οι οποίες υποτίθεται ότι
εξυφαίνονται για να τον εξυπηρετήσουν,
στην πραγματικότητα όμως για να τού
ρίξουν στάχτη στα μάτια και τελικά να
τον υπονομεύσουν, αφού το ολοκαύτωμα
του κοινωνικού κράτους, από το οποίο
και ο ίδιος ωφελείται, γίνεται στο όνομα
ακριβώς της ορθής διαχείρισης των φόρων
που καταβάλει.
Έτσι,
κάθε περικοπή σε κάποιο είδος κοινωνικής
παροχής γίνεται είτε προς δόξαν του
εξορθολογισμού των δαπανών, είτε προς
δόξαν και προστασία του «μέσου
φορολογούμενου», ανεξάρτητα από το
κόστος που η όποια περικοπή επιφέρει
στους αδύναμους, ή από το πόσο παράλογη,
διεστραμμένη και εξωφρενική είναι.
Γιατί
τα γράφουμε όλα αυτά; Γιατί, την 1η
Απριλίου, τη Δευτέρα του Πάσχα των
Καθολικών, στα πλαίσια του πογκρόμ που
εξαπέλυσε ο Κάμερον εναντίον του
κοινωνικού κράτους,
περί τα 600,000 ως 900,000 φτωχά νοικοκυριά της Βρετανίας, που μένουν σε δημοτικά ή κρατικά σπίτια ή λαμβάνουν επιδότηση ενοικίου, θα αναγκαστούν είτε να τα εγκαταλείψουν, είτε να πληρώσουν επιπλέον φόρο περί τις 14-25 λίρες τη βδομάδα, για το λόγο ότι τυχαίνει στο σπίτι που κρατούν να υπάρχει έστω και ένα άδειο αχρησιμοποίητο υπνοδωμάτιο!
περί τα 600,000 ως 900,000 φτωχά νοικοκυριά της Βρετανίας, που μένουν σε δημοτικά ή κρατικά σπίτια ή λαμβάνουν επιδότηση ενοικίου, θα αναγκαστούν είτε να τα εγκαταλείψουν, είτε να πληρώσουν επιπλέον φόρο περί τις 14-25 λίρες τη βδομάδα, για το λόγο ότι τυχαίνει στο σπίτι που κρατούν να υπάρχει έστω και ένα άδειο αχρησιμοποίητο υπνοδωμάτιο!
Ο
αριθμός των νοικοκυριών αυτών
αντιπροσωπεύει το 31% όσων στεγάζονται
σε δημόσια οικήματα και η πλειονότητά
τους έχει ένα μόνο επιπλέον υπνοδωμάτιο,
το οποίο σύμφωνα με το νόμο θεωρείται
ατόπημα και πολυτέλεια για ένα επιδοτούμενο
φτωχό, που εκ των πραγμάτων παρασιτεί
στο υγιές σώμα του μέσου βρετανού
φορολογούμενου. Παρά το γεγονός ότι ο
νόμος περί του «φόρου του υπνοδωματίου»
διακρίνει ακριβώς ποιες κατηγορίες,
πέραν του ζεύγους, δικαιούνται ένα
επιπλέον υπνοδωμάτιο, λ.χ. ανάπηροι ή
παιδιά ορισμένης ηλικίας, εν τούτοις
δεν διευκρινίζει τι συνιστά υπνοδωμάτιο,
γεγονός που προκάλεσε πασχαλιάτικα,
την επείγουσα σύγκλιση της Βρετανικής
Ακαδημίας Επιστημών, της Φιλοσοφικής
Εταιρίας της Βρετανίας και των, κατά
Times, 100 επικρατέστερων στοχαστών
παγκοσμίως, ώστε να συσκεφθούν επί του
ανακύψαντος ζωτικού οντολογικού
ερωτήματος, περί της φύσεως του
Υπνοδωματίου.
Σύμφωνα
με τις κοστολογήσεις του Υπ. Οικονομικών,
το μέτρο αυτό αφ’ ενός θα εξωθήσει τους
τεμπέληδες να βρουν δουλειά, τώρα δα
που αυτές φτάνουν και περισσεύουν, εφ’
ετέρου θα εξοικονομήσει από τους συνετούς
φορολογούμενους για τα επόμενα δυο
χρόνια περί τα 500 εκ. λίρες.
Μοιραία,
η επιλογή του συγκεκριμένου αυτού τρόπου
αντιμετώπισης του προβλήματος της
στέγασης των αναξιοπαθούντων Βρετανών,
φέρνει στο νου τον τρόπο που το ίδιο
πρόβλημα αντιμετωπίστηκε στο παρελθόν
με τη μαζική ανέγερση εργατικών κατοικιών,
αλλά και στο παρόν, με την προσέγγιση
Τσάβες.
Όπως
παρατηρεί και ο Τζορτζ Μόνμπιοτ σε άρθρο
του στον Guardian (25/3), ενώ η κυβέρνηση και
ο «μέσος φορολογούμενος» εμφανίζονται
ιδιαίτερα επικριτικοί ως προς το θράσος
των επιδοτούμενων φτωχών να διατηρούν
ένα επιπλέον δωμάτιο, εν τούτοις
αποδέχονται ως φυσιολογική την ύπαρξη
8 εκατομμυρίων ιδιωτικών κατοικιών με
δυο ή περισσότερα άδεια υπνοδωμάτια.
Γιατί, προτείνει ο Μόνμπιοτ, να μην είναι
πιο δίκαιο να επιβληθεί ο φόρος του
υπνοδωματίου στους ιδιοκτήτες, αντί
στους επιδοτούμενους φτωχούς, και γιατί
να θεωρείται ότι το κράτος επειδή
καταβάλει επιδόματα, μπορεί και να τα
αποσύρει; Μήπως κι ο περισσότερος
ιδιωτικός πλούτος και η άνοδος των
αξιών, δεν προέκυψαν από τις υποδομές
και τις υπηρεσίες που παρέχει το κράτος;
Αν πάρουμε σαν παράδειγμα, συνεχίζει
ο Μόμπιοτ τα 3.6 δισεκατομμύρια λίρες,
με τις οποίες επιδοτούνται ετησίως οι
αγρότες, θα μπορούσαμε να αξιώσουμε
ταυτόχρονα και δικαιώματα ιδιοκτησίας
επί της αγροτικής γης; Προφανώς όχι. Πού
βρίσκεται λοιπόν η διαχωριστική γραμμή
μεταξύ ιδιωτικού και δημοσίου πλούτου;
Δύσκολα κι ακατανόητα
ερωτήματα για τους παράλογους και
σκληρούς καιρούς που ζούμε.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου