Ο
όρος «μέσος φορολογούμενος πολίτης»,
που τον κάναμε εσχάτως ψωμοτύρι, είναι
η αντικατάσταση και ο καλλωπισμός του
φθαρμένου πια όρου «νοικοκύρης», μιας
και ο τελευταίος έχει αρχίσει από καιρό
να ξεφορτώνεται τις παλιές καλές έννοιες
του κουβαρντά, του κουβαλητή, του νουνεχή
και του απλόχερου και προς τους
συνανθρώπους του οικογενειάρχη και να
ενσαρκώνει τις κακές ιδιότητες του
φιλοτομαριστή, του μισαλλόδοξου, του
καχύποπτου, έως και του μισάνθρωπου.
Επιπλέον,
ο “μέσος φορολογούμενος” εκτός του
ότι φέρνει πάνω του τη θετική αύρα του
εκσυγχρονισμού, υποδηλώνει ακόμα την
αναβάθμισή του από ασήμαντο μέλος μια
κοινότητας, στο επίζηλο καθεστώς του
πολίτη, και την μετακίνησή του από το
περιθώριο, στο επίκεντρο των κυβερνητικών
πολιτικών, οι οποίες υποτίθεται ότι
εξυφαίνονται για να τον εξυπηρετήσουν,
στην πραγματικότητα όμως για να τού
ρίξουν στάχτη στα μάτια και τελικά να
τον υπονομεύσουν, αφού το ολοκαύτωμα
του κοινωνικού κράτους, από το οποίο
και ο ίδιος ωφελείται, γίνεται στο όνομα
ακριβώς της ορθής διαχείρισης των φόρων
που καταβάλει.
Έτσι,
κάθε περικοπή σε κάποιο είδος κοινωνικής
παροχής γίνεται είτε προς δόξαν του
εξορθολογισμού των δαπανών, είτε προς
δόξαν και προστασία του «μέσου
φορολογούμενου», ανεξάρτητα από το
κόστος που η όποια περικοπή επιφέρει
στους αδύναμους, ή από το πόσο παράλογη,
διεστραμμένη και εξωφρενική είναι.
Γιατί
τα γράφουμε όλα αυτά; Γιατί, την 1η
Απριλίου, τη Δευτέρα του Πάσχα των
Καθολικών, στα πλαίσια του πογκρόμ που
εξαπέλυσε ο Κάμερον εναντίον του
κοινωνικού κράτους,